- πυροτεχνουργία
- η, Ν [πυροτεχνουργός]1. η τέχνη τού πυροτεχνουργού2. στρ. κλάδος τής στρατιωτικής τεχνολογίας που έχει ως αντικείμενο τον τρόπο παρασκευής, τον έλεγχο και τη χρήση τών διαφόρων εκρηκτικών υλών, αλλ. πυροτεχνική.
Dictionary of Greek. 2013.