πυροτεχνουργία

πυροτεχνουργία
η, Ν [πυροτεχνουργός]
1. η τέχνη τού πυροτεχνουργού
2. στρ. κλάδος τής στρατιωτικής τεχνολογίας που έχει ως αντικείμενο τον τρόπο παρασκευής, τον έλεγχο και τη χρήση τών διαφόρων εκρηκτικών υλών, αλλ. πυροτεχνική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυροτεχνουργία — πυροτεχνουργία, η και πυροτεχνική, η κλάδος της στρατιωτικής τεχνουργίας για την παρασκευή και συντήρηση εκρηκτικών υλών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυροτεχνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού πυροτέχνη 2. το θηλ. ως ουσ. η πυροτεχνική η πυροτεχνουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + τεχνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”